-
1 ἐπιστρωφάω
ἐπιστρωφ-άω, Frequentat. of ἐπιστρέφω, only intr., c. acc.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστρωφάω
См. также в других словарях:
επιστρωφώ — ἐπιστρωφῶ, άω (Α) 1. επισκέπτομαι, συχνάζω σε έναν τόπο («θεοί... ἐπιστρωφῶσι πόληας», Ομ. Ιλ.) 2. συχνάζω κάπου, μπαινοβγαίνω («δῶμ’ ἐπιστρωφωμένου», Αισχύλ.) 3. έρχομαι κάπου («πόθεν γῆς τῆσδ’ ἐπιστρωφᾷ πέδον;», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek